- θρεκτός
- θρεκ-τός, ή, όν,= τροχαῖος, θρεκτοῖσι νόμοις,A f.l. for κρεκτ-, S.Fr.463:—also [full] θρεκτός· δρόμος, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρεκτός — θρεκτός, ή, όν (Α) [τρέχω] ταχύς … Dictionary of Greek
θρεκτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεκτοῖσι — θρεκτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεκτικός — θρεκτικός, ή, όν (Α) [θρεκτός] ταχύς, ικανός για τρέξιμο … Dictionary of Greek